κατανοεῖ — κατανοέω observe well pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κατανοέω observe well pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) κατανοέω observe well pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κατανοέω observe well pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
ARCTURUS — Stella in signo Bootae; post caudam maioris ursae, cuius ortus et occasus futuras tempestates portendunt. Horat. Carm. l. 3. Od. 1. v. 27. Nec saevus Arcturi cadentis Impetus, aut orientis haedi. Et ante eum Plautus in Rudente Prol. v. 5.… … Hofmann J. Lexicon universale
αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… … Dictionary of Greek
αυτεπίγνωση — η το να κατανοεί και να εκτιμά ο άνθρωπος τον εαυτό του ως προσωπικότητα καθορίζοντας τη θέση του μέσα στον σύνολο των φυσικών και κοινωνικών γεγονότων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + επίγνωση. Η λ., στον λόγιο τύπο, αυτεπίγνωσις μαρτυρείται στον Δημ.… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
δυσπαρακολούθητος — η, ο (Α δυσπαρακολούθητος, ον) αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, δυσνόητος αρχ. αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος … Dictionary of Greek
ελίτ — (élite). Γαλλική λέξη που σημαίνει εκλεκτό (από το ρήμα élire, που σημαίνει εκλέγω) και έχει γίνει διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα. Η μελέτη των μηχανισμών που εξασφαλίζουν στις ε. την απόκτηση … Dictionary of Greek